φτωχοπροδρομικά

φτωχοπροδρομικά
και φτωχοπροδρομικώς Ν
επίρρ. κατά τον τρόπο τού φτωχοπρόδρομου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος, μέσω ενός επιθ. *φτωχοπροδρομικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτωχοπροδρομικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φτωχοπρόδρομο (βλ. λ.), που γίνεται με τον τρόπο του Φτωχοπρόδρομου, που περιέχει ικεσίες, παρακάλια: Φτωχοπροδρομικά ποιήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”